πατριαρχικός

πατριαρχικός
-ή, -ό / πατριαρχικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πατριάρχης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριάρχη (α. «πατριαρχικός θρόνος» β. «πατριαρχικόν σιγίλλιον» γ. «πατριαρχική ράβδος»)
2. αυτός που ανήκει στην κατά πάτριες οργάνωση τής κοινωνίας, στην πατριαρχία («πατριαρχική οργάνωση»)
3. φρ. «πατριαρχική οικογένεια»
α) η οικογένεια που στηρίζεται στη διαδοχή μέσω τών αρρένων κυρίως και έχει ως αρχηγό το μεγαλύτερο άρρεν μέλος
β) οικογένεια παλαιά, αρχοντική, ευγενής, αυστηρών αρχών.
επίρρ...
πατριαρχικά / πατριαρχικῶς ΝΜΑ
1. με τον τρόπο τού πατριάρχη, σαν πατριάρχης
2. με πατριαρχική οργάνωση, κατά πατριές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατριαρχικός — father masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριαρχικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριάρχη ή στην πατριαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατριαρχικά — πατριαρχικός father neut nom/voc/acc pl πατριαρχικά̱ , πατριαρχικός father fem nom/voc/acc dual πατριαρχικά̱ , πατριαρχικός father fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριαρχικῶν — πατριαρχικός father fem gen pl πατριαρχικός father masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριαρχικόν — πατριαρχικός father masc acc sg πατριαρχικός father neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριαρχικαῖς — πατριαρχικός father fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριαρχικοῖς — πατριαρχικός father masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριαρχικοῦ — πατριαρχικός father masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριαρχικούς — πατριαρχικός father masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριαρχικῆς — πατριαρχικός father fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”